σκιαθίς

σκιαθίς
σκῐᾰθίς, ίδος, , an unknown fish (perh.
A = σκίαινα), Epich.44.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκιαθίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκίαθις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαθίς — ίδος, ἡ, Α πιθ. η σκίαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με τη λ. σκίαινα* «είδος ψαριού» δεν φαίνεται πιθανή. Ο τ., τέλος, λόγω της μορφής του έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το όνομα τής νήσου Σκιάθου] …   Dictionary of Greek

  • σκιαθίδες — σκιαθίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”